παραθεριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραθεριστής < παραθερίζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραθεριστής αρσενικό (θηλυκό: παραθερίστρια)
- κάποιος που παραθερίζει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραθερίζω και θέρος