vacancier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.kɛ̃.sje/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacancier | vacanciers |
θηλυκό | vacancière | vacancières |
vacancier (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacancier | vacanciers |
θηλυκό | vacancière | vacancières |
vacancier (fr) αρσενικό