τηλεθέρμανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τηλεθέρμανση | οι | τηλεθερμάνσεις |
γενική | της | τηλεθέρμανσης* | των | τηλεθερμάνσεων |
αιτιατική | την | τηλεθέρμανση | τις | τηλεθερμάνσεις |
κλητική | τηλεθέρμανση | τηλεθερμάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεθερμάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τηλεθέρμανση < τηλε- + θέρμανση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tele-heating ή μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Fernheizung)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεθέρμανση θηλυκό
- (τεχνολογία) σύστημα θέρμανσης με ειδικό δίκτυο αγωγών που μεταφέρουν ζεστό νερό σε μεγάλες αποστάσεις
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τηλεθέρμανση
Πηγές
επεξεργασία- τηλεθέρμανση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τηλεθέρμανση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)