Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεθέρμανση οι τηλεθερμάνσεις
      γενική της τηλεθέρμανσης* των τηλεθερμάνσεων
    αιτιατική την τηλεθέρμανση τις τηλεθερμάνσεις
     κλητική τηλεθέρμανση τηλεθερμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεθερμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεθέρμανση < τηλε- + θέρμανση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tele-heating ή μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Fernheizung)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεθέρμανση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία