θερμαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμαγωγός < (αρχαία ελληνική θέρμη θερμότητα) θερμ- + -αγωγός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caloporteur ή conducteur de chaleur ή από τη γερμανική Wärmeleiter [1]
Επίθετο
επεξεργασίαθερμαγωγός, -ός/ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερμαγωγός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θερμαγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας