Δείτε επίσης: Θερμού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

θερμού αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού του θερμός
  2. γενική ενικού του θερμό

Δείτε επίσης επεξεργασία