αποθέρμανση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποθέρμανση | οι | αποθερμάνσεις |
γενική | της | αποθέρμανσης* | των | αποθερμάνσεων |
αιτιατική | την | αποθέρμανση | τις | αποθερμάνσεις |
κλητική | αποθέρμανση | αποθερμάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποθερμάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποθέρμανση < αποθερμαίνω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποθέρμανση θηλυκό
- (οικονομία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποθερμαίνω
- αποθέρμανση της οικονομίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποθέρμανση
|