Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θερμιδόμετρο τα θερμιδόμετρα
      γενική του θερμιδόμετρου των θερμιδόμετρων
    αιτιατική το θερμιδόμετρο τα θερμιδόμετρα
     κλητική θερμιδόμετρο θερμιδόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμιδόμετρο < θερμίδ(α) + -ό- + -μετρο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική calorimètre [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμιδόμετρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία