ποικιλόθερμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποικιλόθερμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική poïkilotherme < αρχαία ελληνική ποικίλος + θερμός
Επίθετο επεξεργασία
ποικιλόθερμος, -η, -ο
- (ζωολογία) (βιολογία) ο ψυχρόαιμος
Συγγενικά επεξεργασία
- ποικιλόθερμα
- → δείτε τις λέξεις ποικίλος και θερμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποικιλόθερμος
|