Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποικιλόθερμος η ποικιλόθερμη το ποικιλόθερμο
      γενική του ποικιλόθερμου της ποικιλόθερμης του ποικιλόθερμου
    αιτιατική τον ποικιλόθερμο την ποικιλόθερμη το ποικιλόθερμο
     κλητική ποικιλόθερμε ποικιλόθερμη ποικιλόθερμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποικιλόθερμοι οι ποικιλόθερμες τα ποικιλόθερμα
      γενική των ποικιλόθερμων των ποικιλόθερμων των ποικιλόθερμων
    αιτιατική τους ποικιλόθερμους τις ποικιλόθερμες τα ποικιλόθερμα
     κλητική ποικιλόθερμοι ποικιλόθερμες ποικιλόθερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποικιλόθερμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική poïkilotherme < αρχαία ελληνική ποικίλος + θερμός

  Επίθετο επεξεργασία

ποικιλόθερμος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία