ψυχρόαιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχρόαιμος < ψυχρός + -ο- + αίμα + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cold-blooded)
Επίθετο
επεξεργασίαψυχρόαιμος, -η, -ο
- (ζωολογία) (βιολογία) που δεν έχει σταθερή θερμοκρασία σώματος, αλλά ανάλογη με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχρόαιμος