ισόθερμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισόθερμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isotherme < αρχαία ελληνική ἴσος + θερμός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈso.θeɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σό‐θερ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαισόθερμος, -η, -ο
- που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον ή κάτι άλλο (παρά τις θερμοκρασιακές μεταβολές του περιβάλλοντος)
- που διατηρεί σταθερή θερμοκρασία (παρά τις θερμοκρασιακές μεταβολές του περιβάλλοντος)
Συγγενικά
επεξεργασία- ισοθερμία
- ισοθερμικός
- → και δείτε τις λέξεις ίσος και θερμός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ισόθερμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας