↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόθερμος η ισόθερμη το ισόθερμο
      γενική του ισόθερμου της ισόθερμης του ισόθερμου
    αιτιατική τον ισόθερμο την ισόθερμη το ισόθερμο
     κλητική ισόθερμε ισόθερμη ισόθερμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόθερμοι οι ισόθερμες τα ισόθερμα
      γενική των ισόθερμων των ισόθερμων των ισόθερμων
    αιτιατική τους ισόθερμους τις ισόθερμες τα ισόθερμα
     κλητική ισόθερμοι ισόθερμες ισόθερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισόθερμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isotherme < αρχαία ελληνική ἴσος + θερμός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈso.θeɾ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σό‐θερ‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

ισόθερμος, -η, -ο

  1. που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον ή κάτι άλλο (παρά τις θερμοκρασιακές μεταβολές του περιβάλλοντος)
  2. που διατηρεί σταθερή θερμοκρασία (παρά τις θερμοκρασιακές μεταβολές του περιβάλλοντος)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία