↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοκρασιακός η θερμοκρασιακή το θερμοκρασιακό
      γενική του θερμοκρασιακού της θερμοκρασιακής του θερμοκρασιακού
    αιτιατική τον θερμοκρασιακό τη θερμοκρασιακή το θερμοκρασιακό
     κλητική θερμοκρασιακέ θερμοκρασιακή θερμοκρασιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοκρασιακοί οι θερμοκρασιακές τα θερμοκρασιακά
      γενική των θερμοκρασιακών των θερμοκρασιακών των θερμοκρασιακών
    αιτιατική τους θερμοκρασιακούς τις θερμοκρασιακές τα θερμοκρασιακά
     κλητική θερμοκρασιακοί θερμοκρασιακές θερμοκρασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμοκρασιακός < θερμοκρασία + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

θερμοκρασιακός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τη θερμοκρασία ή αναφέρεται σ’ αυτή
    Οι μεγαλύτερες θετικές θερμοκρασιακές αποκλίσεις (> 3 ˚C) εντοπίζονται κυρίως σε τμήματα της Βόρειας Αμερικής και του Βορείου Ατλαντικού, ενώ σημαντικές θετικές αποκλίσεις (> 2 ˚C) εντοπίζονται και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, τα βόρεια και ανατολικά τμήματα της Ασίας και τοπικά σε τμήματα της Βόρειας Αφρικής. (www.efsyn.gr, 10.10.2023)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία