αερόθερμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αερόθερμο Ελληνογενής ξένος όρος < aérotherme
Ουσιαστικό
επεξεργασίααερόθερμο ουδέτερο
- συσκευή θέρμανσης που λειτουργεί προκαλώντας την κυκλοφορία ζεστού αέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αερόθερμο
|