διαθερμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαθερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diathermie < αρχαία ελληνική διά + θερμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαθερμία θηλυκό
- (ιατρική) η αύξηση της θερμοκρασίας σε κάποιο πάσχον μέρος του σώματος ως θεραπευτική πρακτική