θεραπευτική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεραπευτική < αρχαία ελληνική θεραπευτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεραπευτική θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο μελέτης τα μέσα θεραπείας νόσου, κάκωσης ή τραύματος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεραπευτική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθεραπευτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του θεραπευτικός