Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεραπευτική θηλυκό

  • (ιατρική) κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο μελέτης τα μέσα θεραπείας νόσου, κάκωσης ή τραύματος.

Μεταφράσεις

επεξεργασία


Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία