Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν βρασμώ (ψυχής) < πιθανώς λόγιο διαχρονικό δάνειο από την καθαρεύουσα ἐν βρασμῷ ψυχῆς ή από μεσαιωνική φράση ἐν βρασμῷ (σε ταραχή) → δείτε το μεσαιωνικό βρασμός (αναταραχή, αναβρασμός).

  Έκφραση επεξεργασία

εν βρασμώ (ψυχής)

  1. (νομικός όρος) σε ταραγμένη ψυχική κατάσταση η οποία εμποδίζει λογική σκέψη και αποκλείει προμελέτη μιας παράνομης πράξεως
  2. (κατ’ επέκταση, προφορικό)
    Μην αποφασίσεις τίποτα εν βρασμώ φυχής.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία