Ετυμολογία

επεξεργασία
εν βρασμώ (ψυχής) < πιθανώς λόγιο διαχρονικό δάνειο από την καθαρεύουσα ἐν βρασμῷ ψυχῆς ή από μεσαιωνική φράση ἐν βρασμῷ (σε ταραχή) → δείτε το μεσαιωνικό βρασμός (αναταραχή, αναβρασμός).

  Έκφραση

επεξεργασία

εν βρασμώ (ψυχής)

  1. (νομικός όρος) σε ταραγμένη ψυχική κατάσταση η οποία εμποδίζει λογική σκέψη και αποκλείει προμελέτη μιας παράνομης πράξεως
  2. (κατ’ επέκταση, προφορικό)
    ⮡  Μην αποφασίσεις τίποτα εν βρασμώ φυχής.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία