froideur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
froideur | froideurs |
froideur (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη froid
ενικός | πληθυντικός |
froideur | froideurs |
froideur (fr) θηλυκό