émouvant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαémouvant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | émouvant | émouvants |
θηλυκό | émouvante | émouvantes |
émouvant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | émouvant | émouvants |
θηλυκό | émouvante | émouvantes |