Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φορτιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φορτιστ
ής
οι
φορτιστ
ές
γενική
του
φορτιστ
ή
των
φορτιστ
ών
αιτιατική
τον
φορτιστ
ή
τους
φορτιστ
ές
κλητική
φορτιστ
ή
φορτιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φορτιστής
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φορτιστής
αρσενικό
η συσκευή για την
φόρτιση
μπαταριών, που τους εφοπλίζει με
ηλεκτρικό
φορτίο
Συγγενικά
επεξεργασία
ταχυφορτιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φορτιστής
αγγλικά
:
charger
(en)
γαλλικά
:
chargeur
(fr)