Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaʁ.ɡɛ.zɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cargaison cargaisons

cargaison (fr) θηλυκό