autocritique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.tɔ.kʁi.tik/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
autocritique | autocritiques |
autocritique (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
autocritique | autocritiques |
autocritique (fr) θηλυκό