Δείτε επίσης: Auto, auto-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

auto (en)

  1. το αυτοκίνητο (κυρίως ως προσδιορισμός)
    ⮡  an auto mechanic - μηχανικός αυτοκινήτων
  2. η αυτόματη λειτουργία ενός μηχανισμού
    ⮡  put it on auto - βάλε το στο αυτόματο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

auto (bs)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
auto autos

auto (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
auto < συντομογραφία του automobile

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

auto (it)

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

auto (nl)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈawtɔ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

auto (pl) ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

auto (sr)

  • λατινική γραφή του ауто



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

auto (sk) ουδέτερο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

auto (cs) ουδέτερο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

auto (fi)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία