autogestion
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.tɔ.ʒɛ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
autogestion | autogestions |
autogestion (fr) θηλυκό
- (ορθογραφία του 1990) η αυτοδιαχείριση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη autogérer