αυτοδιαχείριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοδιαχείριση | οι | αυτοδιαχειρίσεις |
γενική | της | αυτοδιαχείρισης | των | αυτοδιαχειρίσεων |
αιτιατική | την | αυτοδιαχείριση | τις | αυτοδιαχειρίσεις |
κλητική | αυτοδιαχείριση | αυτοδιαχειρίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοδιαχείριση < αυτο- + διαχείριση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autogestion[1] ή από την αγγλική self-management[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fto.ði̯aˈçi.ɾi.si/ & /a.fto.ðʝaˈçi.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐δια‐χεί‐ρι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοδιαχείριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοδιαχειρίζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αυτός και χέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοδιαχείριση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αυτοδιαχείριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)