αυτοδιαχειρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοδιαχειρίζομαι < αυτο- + διαχειρίζομαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autogérer)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fto.ði̯a.çiˈɾi.zo.me/ & /a.fto.ðʝa.çiˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐δι‐α‐χει‐ρί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοδιαχειρίζομαι, μτχ.π.ε.: αυτοδιαχειριζόμενος, π.αόρ.: αυτοδιαχειρίστηκα (αποθετικό)
- διαχειρίζομαι ή διευθύνω σαν εργοδότης ή διευθύνων σύμβουλος μια εταιρία ή έναν οργανισμό, στα οποία είμαι εργαζόμενος ή απασχολούμενος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αυτός, διαχειρίζομαι, χειρίζομαι και χέρι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοδιαχειρίζομαι | αυτοδιαχειριζόμουν(α) | θα αυτοδιαχειρίζομαι | να αυτοδιαχειρίζομαι | αυτοδιαχειριζόμενος | |
β' ενικ. | αυτοδιαχειρίζεσαι | αυτοδιαχειριζόσουν(α) | θα αυτοδιαχειρίζεσαι | να αυτοδιαχειρίζεσαι | (αυτοδιαχειρίζου) | |
γ' ενικ. | αυτοδιαχειρίζεται | αυτοδιαχειριζόταν(ε) | θα αυτοδιαχειρίζεται | να αυτοδιαχειρίζεται | ||
α' πληθ. | αυτοδιαχειριζόμαστε | αυτοδιαχειριζόμαστε αυτοδιαχειριζόμασταν |
θα αυτοδιαχειριζόμαστε | να αυτοδιαχειριζόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοδιαχειρίζεστε | αυτοδιαχειριζόσαστε αυτοδιαχειριζόσασταν |
θα αυτοδιαχειρίζεστε | να αυτοδιαχειρίζεστε | (αυτοδιαχειρίζεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοδιαχειρίζονται | αυτοδιαχειρίζονταν αυτοδιαχειριζόντουσαν |
θα αυτοδιαχειρίζονται | να αυτοδιαχειρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοδιαχειρίστηκα | θα αυτοδιαχειριστώ | να αυτοδιαχειριστώ | αυτοδιαχειριστεί | ||
β' ενικ. | αυτοδιαχειρίστηκες | θα αυτοδιαχειριστείς | να αυτοδιαχειριστείς | αυτοδιαχειρίσου | ||
γ' ενικ. | αυτοδιαχειρίστηκε | θα αυτοδιαχειριστεί | να αυτοδιαχειριστεί | |||
α' πληθ. | αυτοδιαχειριστήκαμε | θα αυτοδιαχειριστούμε | να αυτοδιαχειριστούμε | |||
β' πληθ. | αυτοδιαχειριστήκατε | θα αυτοδιαχειριστείτε | να αυτοδιαχειριστείτε | αυτοδιαχειριστείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοδιαχειρίστηκαν αυτοδιαχειριστήκαν(ε) |
θα αυτοδιαχειριστούν(ε) | να αυτοδιαχειριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοδιαχειριστεί | είχα αυτοδιαχειριστεί | θα έχω αυτοδιαχειριστεί | να έχω αυτοδιαχειριστεί | ||
β' ενικ. | έχεις αυτοδιαχειριστεί | είχες αυτοδιαχειριστεί | θα έχεις αυτοδιαχειριστεί | να έχεις αυτοδιαχειριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοδιαχειριστεί | είχε αυτοδιαχειριστεί | θα έχει αυτοδιαχειριστεί | να έχει αυτοδιαχειριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοδιαχειριστεί | είχαμε αυτοδιαχειριστεί | θα έχουμε αυτοδιαχειριστεί | να έχουμε αυτοδιαχειριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοδιαχειριστεί | είχατε αυτοδιαχειριστεί | θα έχετε αυτοδιαχειριστεί | να έχετε αυτοδιαχειριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοδιαχειριστεί | είχαν αυτοδιαχειριστεί | θα έχουν αυτοδιαχειριστεί | να έχουν αυτοδιαχειριστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ αυτοδιαχειρίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας