Δείτε επίσης: autogestión, autogestion

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.tɔ.ʒɛ.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
auto-gestion auto-gestions

auto-gestion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία