Δείτε επίσης: αυτοκινητικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκινητιστικός η αυτοκινητιστική το αυτοκινητιστικό
      γενική του αυτοκινητιστικού της αυτοκινητιστικής του αυτοκινητιστικού
    αιτιατική τον αυτοκινητιστικό την αυτοκινητιστική το αυτοκινητιστικό
     κλητική αυτοκινητιστικέ αυτοκινητιστική αυτοκινητιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκινητιστικοί οι αυτοκινητιστικές τα αυτοκινητιστικά
      γενική των αυτοκινητιστικών των αυτοκινητιστικών των αυτοκινητιστικών
    αιτιατική τους αυτοκινητιστικούς τις αυτοκινητιστικές τα αυτοκινητιστικά
     κλητική αυτοκινητιστικοί αυτοκινητιστικές αυτοκινητιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. αυτοκινητιστικός < αυτοκινητιστής + -ικός
  2. αυτοκινητιστικός < αυτοκίνητο + -ιστικός
  3. αυτοκινητιστικός < αυτοκίνηση + -ιστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αυτοκινητιστικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον αυτοκινητιστή ή αναφέρεται σʼ αυτόν
  2. που έχει σχέση με το αυτοκίνητο ή αναφέρεται σʼ αυτό
    άλλες μορφές: αυτοκινητικός
  3. που έχει σχέση με την αυτοκίνηση ή αναφέρεται σʼ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία