αυτοκινητάμαξα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκινητάμαξα < (καθαρεύουσα) αυτοκίνητος + άμαξα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική automotrice)
- αυτοκινητάμαξα < αυτοκίνητο + άμαξα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοκινητάμαξα θηλυκό
- αυτοκινούμενο επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα, βαγόνι τρένου που διαθέτει δική του μηχανή
- αυτοκινητοφόρο φορτηγό, καθώς και τα ρυμουλκούμενα από τράκτορα οχήματα φόρτωσης και μεταφοράς αυτοκινήτων