Ετυμολογία

επεξεργασία
οτομοτρίς < (λόγιο δάνειο) γαλλική automotrice[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οτομοτρίς θηλυκό ή ουδέτερο

  • Αυτοκινούμενο επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα, βαγόνι τρένου που διαθέτει δική του μηχανή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες γραφέςωτομοτρίς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία