αυτοκινητάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αυτοκινητάκι | τα | αυτοκινητάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αυτοκινητάκι | τα | αυτοκινητάκια |
κλητική | αυτοκινητάκι | αυτοκινητάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοκινητάκι < αυτοκίνητο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοκινητάκι ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- συγκρουόμενα (αυτοκινητάκια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποκοριστικό