Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μινιατούρα οι μινιατούρες
      γενική της μινιατούρας
    αιτιατική τη μινιατούρα τις μινιατούρες
     κλητική μινιατούρα μινιατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μινιατούρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μινιατούρα θηλυκό

  1. μικρογραφία, μικρή απομίμηση αντικειμένου ή έργου τέχνης
    στο σπίτι του κρατάει μια μινιατούρα του γλυπτού του Rodin
  2. κάτι πολύ μικρών διαστάσεων ή κάτι που είναι σχετικά μικρότερο από κάτι άλλο
    στην Πάρο συνάντησα μια μινιατούρα του παραδείσου

  Μεταφράσεις επεξεργασία