↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωσχολικός η εξωσχολική το εξωσχολικό
      γενική του εξωσχολικού της εξωσχολικής του εξωσχολικού
    αιτιατική τον εξωσχολικό την εξωσχολική το εξωσχολικό
     κλητική εξωσχολικέ εξωσχολική εξωσχολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωσχολικοί οι εξωσχολικές τα εξωσχολικά
      γενική των εξωσχολικών των εξωσχολικών των εξωσχολικών
    αιτιατική τους εξωσχολικούς τις εξωσχολικές τα εξωσχολικά
     κλητική εξωσχολικοί εξωσχολικές εξωσχολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξωσχολικός < εξω- + σχολικός

  Επίθετο

επεξεργασία

εξωσχολικός

  • που προέρχεται έξω από το σχολείο ή συμβαίνει έξω ή ανεξάρτητα απ’ αυτό
    ※  Μελετούσα πολύ, κυρίως εξωσχολικά βιβλία που στοίβαζε στο δωμάτιό του ο Θεοκλής, αλλά δεν είχα καμία έφεση για σπουδές. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Θεοκλής [διήγημα])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία