εξωσχολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξωσχολικός
- που προέρχεται έξω από το σχολείο ή συμβαίνει έξω ή ανεξάρτητα απ’ αυτό
- ※ Μελετούσα πολύ, κυρίως εξωσχολικά βιβλία που στοίβαζε στο δωμάτιό του ο Θεοκλής, αλλά δεν είχα καμία έφεση για σπουδές. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Θεοκλής [διήγημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξωσχολικός