Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετασχολικός η μετασχολική το μετασχολικό
      γενική του μετασχολικού της μετασχολικής του μετασχολικού
    αιτιατική τον μετασχολικό τη μετασχολική το μετασχολικό
     κλητική μετασχολικέ μετασχολική μετασχολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετασχολικοί οι μετασχολικές τα μετασχολικά
      γενική των μετασχολικών των μετασχολικών των μετασχολικών
    αιτιατική τους μετασχολικούς τις μετασχολικές τα μετασχολικά
     κλητική μετασχολικοί μετασχολικές μετασχολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετασχολικός < μετα- + σχολικός

  Επίθετο επεξεργασία

μετασχολικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία