sako
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sako | sakoj |
αιτιατική | sakon | sakojn |
sako (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sako | sakoj |
αιτιατική | sakon | sakojn |
sako (eo)