Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαιόσακος οι γαιόσακοι
      γενική του γαιόσακου
γαιοσάκου
των γαιόσακων
γαιοσάκων
    αιτιατική τον γαιόσακο τους γαιόσακους
γαιοσάκους
     κλητική γαιόσακε γαιόσακοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαιόσακος < γαία + σάκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαιόσακος αρσενικό

  • σακί γεμισμένο με χώμα και άλλες ουσίες χαμηλής αξίας, το οποίο χρησιμοποιείται ως πρόχειρο οχύρωμα όταν χρειάζεται (π.χ. στον πόλεμο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία