Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

 
Ένα ποτήρι σάκε σε παραδοσιακή βάση
 
Γιαπωνέζες που πίνουν σάκε

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σάκε < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική (κάθε αλκοολούχο ποτό· το συγκεκριμένο που εννοείται είναι το 日本酒 [nihonshu] )

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σάκε ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία

σάκε αρσενικό