Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. (κυρίως για δάση) η αντιπυρική ζώνη, η ζώνη πυροπροστασίας
  2. (κυρίως για πόλεις - αρχικά στο Έντο) αντιπυρική πλατεία, αντιπυρική οδός, αντιπυρικό πολεοδομικό τετράγωνο
    (χωρίς φυτά ούτε άλλα εύφλεκτα υλικά)
  3. (κυρίως για κτήρια) το υλικό πυροπροστασίας, το πυροπροστατευτικό υλικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία