fireproof
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fireproof |
συγκριτικός | more fireproof |
υπερθετικός | most fireproof |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfireproof (en)
παραθετικά | |
θετικός | fireproof |
συγκριτικός | more fireproof |
υπερθετικός | most fireproof |
fireproof (en)