Δείτε επίσης: layoff
ενεστώτας lay off
γ΄ ενικό ενεστώτα lays off
αόριστος laid off
παθητική μετοχή laid off
ενεργητική μετοχή laying off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις lay και off

lay off (en)

  • απολύω λόγω έλλειψης ή κατάργησης εργασίας (και όχι τιμωρητικά όπως το fire)
    ⮡  They laid off 500 workers.
    Απόλυσαν 500 εργάτες.
    ⮡  A third of the personnel was laid off due to economic reasons.
    Απολύθηκε το ένα τρίτο του προσωπικού για λόγους οικονομίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fire

Συγγενικά

επεξεργασία