Δείτε επίσης: Depression, dépression

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
depression depressions

  Ετυμολογία επεξεργασία

depression < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική depression, depressioun < παλαιά γαλλική depression < λατινική dēpressiō. (μαρτυρείται από το 15ο αιώνα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɪˈpreʃ.ən/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: de‐pres‐sion

  Ουσιαστικό επεξεργασία

depression (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (ψυχολογία, ψυχιατρική) η κατάθλιψη
  2. (γεωγραφία) ο λάκκος, το βαθύπεδο
  3. (μετεωρολογία) το χαμηλό βαρομετρικό, η ύφεση
  4. (οικονομία) η οικονομική ύφεση
  5. (βιολογία, φυσιολογία) η κατάπτωση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. depression - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

  Πηγές επεξεργασία