ενικός         πληθυντικός  
dépression dépressions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

από τη γαλλ. depresser <λατ. deprimere, (παθητική μετοχή depressus): de, κάτω+premere, πιέζω.

dɪˈpɹɛʃən

Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. η καταπίεση
    1. η πράξη της καταπίεσης
    2. το να είναι κανείς καταπιεσμένος
  2. (παθολογία) κατάπτωση. Η αφύσικη μείωση του ρυθμού κάποιας φυσιολογικής λειτουργίας ή δραστηριότητας, όπως π.χ. ο καρδιακός ρυθμός.
  3. (ψυχολογία) κατάθλιψη. Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με αισθήματα βαθιάς απογοήτευσης, απαισιοδοξίας και προσωπικής υποεκτίμησης.
  4. (μετεωλογία) βαρομετρικό χαμηλό ή ψυχρό μέτωπο. Είναι η περιοχή χαμηλής βαρομετρικής πίεσης η οποία χαρακτηρίζεται από βροχή και ασταθή καιρό.
  5. (οικονομία) ύφεση. Περίοδος δραστικής πτώσης της οικονομίας, που χαρακτηρίζεται από μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, υποχώρησης των τιμών και ανεργία.
  6. (γεωγραφία) βαθύπεδο. Μία επιφάνεια εδάφους η οποία βρίσκεται χαμηλότερα ή έχει βυθιστεί, σε σχέση με τα εδάφη που την περιβάλλουν.
Υπάρχει μεγάλη ποικιλία μηχανισμών με τους οποίους μπορεί να σχηματιστούν βαθύπεδα, όπως εξ αιτίας:
●της διάβρωσης (π.χ. οι παγετωνικές κοιλάδες, οι κοιλάδες των ποταμών, οι καταβόθρες, οι δολίνες κ.ά.)
●των τεκτονικών κινήσεων (π.χ. οι ρηξιγενείς κοιλάδες όπως. η Νεκρή Θάλασσα, οι ωκεάνιοι τάφροι κ.ά.)
●της ηφαιστειακής δραστηριότητας (π.χ. οι καλδέρες)
●πτώσης μετεωρίτη (με τη δημιουργία μετεωρικού κρατήρα), κ.ά.