depressed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | depressed |
συγκριτικός | more depressed |
υπερθετικός | most depressed |
Ετυμολογία
επεξεργασία- depressed < → δείτε τη λέξη depress
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdepressed (en)
- (ψυχολογία) άθυμος, δυστυχισμένος, μελαγχολικός, καταθλιμμένος, στενοχωρημένος
- ≈ συνώνυμα: despondent, emo (ανεπίσημο, συνήθως μειωτικό), gloomy, melancholy, miserable, sad, unhappy
- ≠ αντώνυμα: cheerful
- (ειδικότερα, ψυχιατρική) που υποφέρει από κλινική κατάθλιψη
- (οικονομία) που υποφέρει από καταστροφικές συνέπειες της οικονομικής ύφεσης
- (μαθηματικά) μειωμένος σε χαμηλότερο βαθμό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαdepressed (en)