παραθετικά
θετικός depressed
συγκριτικός more depressed
υπερθετικός most depressed

  Ετυμολογία

επεξεργασία
depressed < → δείτε τη λέξη depress

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪˈprest/

  Επίθετο

επεξεργασία

depressed (en)

  1. (ψυχολογία) άθυμος, δυστυχισμένος, μελαγχολικός, καταθλιμμένος, στενοχωρημένος
     συνώνυμα: despondent, emo (ανεπίσημο, συνήθως μειωτικό), gloomy, melancholy, miserable, sad, unhappy
     αντώνυμα: cheerful
  2. (οικονομία) που υποφέρει από καταστροφικές συνέπειες της οικονομικής ύφεσης
  3. (μαθηματικά) μειωμένος σε χαμηλότερο βαθμό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

depressed (en)