Ενεργητική φωνή
- Ενεστώτας
- Οριστική: emō, emĭs, emĭt, emĭmus, emĭtis, emunt.
- Υποτακτική: emăm, emās, emăt, emāmus, emātis, emant.
- Προστακτική: -, eme, -, -, emĭte, -.
- Απαρέμφατο: emĕre.
- Μετοχή: emēns, emēns, emēns (-ntis).
- Παρατατικός
- Οριστική: emēbăm, emebās, emebăt, emebāmus, emebātis, emebant.
- Υποτακτική: emĕrĕm, emĕrēs, emĕrĕt, emĕrēmus, emĕrētis, emĕrent.
- Μέλλοντας
- Οριστική: emăm, emēs, emĕt, emēmus, emētis, ement.
- Υποτακτική: empturus-a-um sim, sis, sit, empturi-ae-a simus, sitis, sint.
- Προστακτική: -, emĭtō, emĭtō, -, emĭtōte, emuntō.
- Απαρέμφατο: empturum-am-um/os-as-a esse.
- Μετοχή: empturus-a-um.
- Παρακείμενος
- Οριστική: emī, emīstī, emĭt, emĭmus, emīstis, emērunt (ή emēre).
- Υποτακτική: emĕrĭm, emĕrĭs, emĕrĭt, emĕrĭmus, emĕrĭtis, emĕrint.
- Απαρέμφατο: emisse
- Υπερσυντέλικος
- Οριστική: emĕram, emĕrās, emĕrăt, emĕrāmus, emĕrātis, emĕrant.
- Υποτακτική: emissĕm, emissēs, emissĕt, emissēmus, emissētis, emissent.
- Συντελεσμένος Μέλλοντας
- Οριστική: emĕro, emĕrĭs, emĕrĭt, emĕrimus, emĕritis, emĕrint.
- Γερούνδιο
- emendi, emendō, emendum, emendo.
- Σουπίνο
- emptum, emptu.
Παθητική φωνή
- Ενεστώτας
- Οριστική: emŏr, emĕris (-re), emĭtur, emĭmur, emĭmini, emuntur.
- Υποτακτική: emăr, emāris (-re), emātur, emāmur, emāmini, emantur.
- Προστακτική: -, emĕre, -, -, emĭmini, -.
- Απαρέμφατο: emī
- Παρατατικός
- Οριστική: emēbăr, emēbāris (-re), emēbātur, emēbāmur, emēbamĭnī, emēbantur.
- Υποτακτική: emĕrĕr, emĕrēris, emĕrētur, emĕrēmur, emĕrēmini, emĕrentur.
- Μέλλοντας
- Οριστική: emăr, emēris, emētur, emēmur, emēmini, ementur.
- Υποτακτική: -, -, -, -, -, -,
- Προστακτική: -, emĭtor, emĭtor, -, -, emuntor.
- Απαρέμφατο: emptum īrī.
- Παρακείμενος
- Οριστική: emptus-a-um sum, es, est, empti-ae-a sumus, estis, sunt.
- Υποτακτική: emptus-a-um sim, sis, sit, empti-ae-a simus, sitis, sint.
- Απαρέμφατο: emptum-am-um/-os-as-a esse.
- Μετοχή: emptus-a-um
- Υπερσυντέλικος
- Οριστική: emptus-a-um eram, eras, erat, empti-ae-a eramus, eratis, erant.
- Υποτακτική: emptus-a-um essem, esses, esset, empti-ae-a essemus, essetis, essent.
- Συντελεσμένος Μέλλοντας
- Οριστική: emptus-a-um ero, eris, erit, empti-ae-a erimus, eritis, erunt.
- Απαρέμφατο: emptum-am-um/-os-as-a fore.
- Γερουνδιακό
- emendus-a-um
|
|