θλῖψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θλῖψῐς | αἱ | θλίψεις |
γενική | τῆς | θλίψεως | τῶν | θλίψεων |
δοτική | τῇ | θλίψει | ταῖς | θλίψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | θλῖψῐν | τὰς | θλίψεις |
κλητική ὦ! | θλῖψῐ | θλίψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θλίψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θλιψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαθλῖψις < αρχαία ελληνική θλίβω, θλιβ- + -σις > -ψις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθλῖψις θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) θλῖψις: η πίεση
- ※ Βαρ. θλῖψις ηὐξημένη (760), ἀλλαχοῦ μεγίστη, κατὰ τὰ Δ τῆς Εὐρώπης (768), ἐλαχίστη ἐν Ἀρχάγγελῳ (747).
- ΕΦΗΜΕΡΙΣ 1 Ιουλίου 1888, Έτος ΙΕ. Αρ. 183
- ※ Βαρ. θλῖψις ηὐξημένη (760), ἀλλαχοῦ μεγίστη, κατὰ τὰ Δ τῆς Εὐρώπης (768), ἐλαχίστη ἐν Ἀρχάγγελῳ (747).
- (καθαρεύουσα) θλῖψις: η θλίψη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
Πηγές
επεξεργασία- θλῖψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.