θλῖψις
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θλῖψις < αρχαία ελληνική θλῖψις < θλίβω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θλῖψις θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
θλῖψις < αρχαία ελληνική θλίβω + -σις
ΡήμαΕπεξεργασία
θλῖψις
Επεξεργασία
- ↑ Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών