Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θλιπτικός η θλιπτική το θλιπτικό
      γενική του θλιπτικού της θλιπτικής του θλιπτικού
    αιτιατική τον θλιπτικό τη θλιπτική το θλιπτικό
     κλητική θλιπτικέ θλιπτική θλιπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θλιπτικοί οι θλιπτικές τα θλιπτικά
      γενική των θλιπτικών των θλιπτικών των θλιπτικών
    αιτιατική τους θλιπτικούς τις θλιπτικές τα θλιπτικά
     κλητική θλιπτικοί θλιπτικές θλιπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θλιπτικός < (ελληνιστική κοινήθλιπτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θli.ptiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

θλιπτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία