θλιπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θλιπτικός < (ελληνιστική κοινή) θλιπτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θli.ptiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαθλιπτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θλιπτικός
|