απότμημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απότμημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπότμημα < αρχαία ελληνική ἀποτέμνω < ἀπό + τέμνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπότμημα ουδέτερο
- ('καθαρεύουσα: ἀπότμημα) οτιδήποτε έχει κοπεί
- (αρχαιολογία) θραύσμα (από άγαλμα, αγγείο κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- απότμημα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας