Δείτε επίσης: ἀπότμημα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απότμημα τα αποτμήματα
      γενική του αποτμήματος των αποτμημάτων
    αιτιατική το απότμημα τα αποτμήματα
     κλητική απότμημα αποτμήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απότμημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπότμημα < αρχαία ελληνική ἀποτέμνω < ἀπό + τέμνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απότμημα ουδέτερο

  1. ('καθαρεύουσα: ἀπότμημα) οτιδήποτε έχει κοπεί
  2. (αρχαιολογία) θραύσμα (από άγαλμα, αγγείο κ.λπ.)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία