ενεστώτας scrape together
γ΄ ενικό ενεστώτα scrapes together
αόριστος scraped together
παθητική μετοχή scraped together
ενεργητική μετοχή scraping together

  Ετυμολογία

επεξεργασία
scrape together < → δείτε τις λέξεις scrape και together

scrape together (en)

  • συγκεντρώνω με δυσκολία
    ⮡  We scraped together an audience of fifty people.
    Με δυσκολία συγκεντρώσουμε καμιά πενηνταριά ακροατές.
    ⮡  We scraped together the money for a week’s holiday.
    Με δυσκολία συγκεντρώσουμε τα χρήματα για μια βδομάδα διακοπές.