scrape through
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | scrape through |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scrapes through |
αόριστος | scraped through |
παθητική μετοχή | scraped through |
ενεργητική μετοχή | scraping through |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαscrape through (en)
- περνάω κάτι με δυσκολία
- ⮡ I scraped through the exams.
- Πέρασα τις εξετάσεις με το ζόρι.
- ⮡ I scraped through the exams.
Πηγές
επεξεργασία- scrape through - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ