ενεστώτας scrape through
γ΄ ενικό ενεστώτα scrapes through
αόριστος scraped through
παθητική μετοχή scraped through
ενεργητική μετοχή scraping through

  Ετυμολογία

επεξεργασία
scrape through < → δείτε τις λέξεις scrape και through

scrape through (en)

  • περνάω κάτι με δυσκολία
    ⮡  I scraped through the exams.
    Πέρασα τις εξετάσεις με το ζόρι.