Δείτε επίσης: περιχαρακώνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιχαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιχαράσσω < αρχαία ελληνική περι- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.xaˈɾa.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐χα‐ράσ‐σω

  Ρήμα επεξεργασία

περιχαράσσω, αόρ.: περιχάραξα, παθ.φωνή: περιχαράσσομαι, π.αόρ.: περιχαράχθηκα, μτχ.π.π.: περιχαραγμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Κοινοί τύποι με το περιχαράζω: με θέματα περιχαρακ-, περιχαραξ-, περιχαραγ-

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιχαράσσω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περι- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-

  Ρήμα επεξεργασία

περιχαράσσω, αττικός τύπος : περχαράττω

Παράγωγα επεξεργασία

μετοχές

  Πηγές επεξεργασία