Δείτε επίσης: περιχαράζω, περιχαράσσω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιχαρακώνω < αρχαία ελληνική περιχαρακόω < περί + χαρακόω (< χάραξ)

περιχαρακώνω (παθητική φωνή: περιχαρακώνομαι)

  1. προστατεύω ή οχυρώνω περιμετρικά με χαράκωμα
  2. (μεταφορικά) απομονώνομαι από ένα περιβάλλον που το θεωρώ εχθρικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία