περιχαράκωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιχαράκωση | οι | περιχαρακώσεις |
γενική | της | περιχαράκωσης* | των | περιχαρακώσεων |
αιτιατική | την | περιχαράκωση | τις | περιχαρακώσεις |
κλητική | περιχαράκωση | περιχαρακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιχαρακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιχαράκωση < περιχαρακώνω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριχαράκωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιχαρακώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιχαράκωση
|